-
1 επιταχυνω
-
2 επιταχύνω
(αόρ. επιτάχυνα, παθ. αόρ. επιταχύνθηκα) μετ. ускорять -
3 επιταχύνω
[эпитахино] ρ ускорять. -
4 συνεπιταχυνω
-
5 βήμα
το 1) прям., перен. шаг;με ταχύ (σιγανό — или βραδύ) βήμα — быстрым (медленным) шагом;
βήμα σημειωτό — а) шаг на месте, б) перен. топтание на месте;
τα πρώτα βήματα первые шаги;κάνω ένα βήμα προς τα (ε)μπρός (προς τα πίσω) — делать шаг вперёд (назад);
κάνω το αποφασιστικό βήμα — делать решительный шаг;
επιταχύνω το βήμα — прибавить шагу, ускорить шаг;
επιβραδύνω το βήμα — замедлить шаг;
μετρώ πόσα
См. также в других словарях:
επιταχύνω — επιταχύνω, επιτάχυνα βλ. πίν. 48 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἐπιταχύνω — ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 1st sg ἐπιταχύ̱νω , ἐπιταχύνω hasten on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιταχύνω — (Α ἐπιταχύνω) [ταχύνω] αυξάνω την ταχύτητα, επισπεύδω, κάνω ταχύτερη μια κίνηση ή ενέργεια (α. «επιταχύνω το βήμα» β. «επιταχύνω την επιστροφή» γ. «Ποτίδαια ἀπoστᾱσα καὶ πολιορκουμένη μᾱλλον ἐπετάχυνε τὸν πόλεμον», Πλούτ.) αρχ. φρ. «επιταχύνω… … Dictionary of Greek
επιταχύνω — επιτάχυνα, επιταχύνθηκα, μτβ. 1. επαυξάνω την ταχύτητα κίνησης ή ενέργειας, κάνω κάτι να κινείται ταχύτερα. 2. κάνω ώστε να εκτελεστεί κάτι συντομότερα, επισπεύδω: Επιτάχυνε την επάνοδό του από το εξωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιταχῦνον — ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc voc sg ἐπιταχύνω hasten on pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχῦναι — ἐπιταχύνω hasten on aor inf act ἐπιταχύνω hasten on aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνῃ — ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj mid 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres subj mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νῃ , ἐπιταχύνω hasten on… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνει — ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind mp 2nd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd sg ἐπιταχύ̱νει , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd sg (epic) ἐπιταχύ̱νει ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνουσι — ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσι , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχύνουσιν — ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on aor subj act 3rd pl (epic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιταχύ̱νουσιν , ἐπιταχύνω hasten on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιταχυνόμενον — ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part mp masc acc sg ἐπιταχῡνόμενον , ἐπιταχύνω hasten on pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)